Χαλέτ εφέντης — Τούρκος πολιτικός, ευνοούμενος και έμπιστος του σουλτάνου Μαχμούτ B’. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά τις πρώτες ημέρες της Ελληνικής Επανάστασης. Μπήκε από πολύ νέος στην υπηρεσία της Υψηλής Πύλης ως ιδιαίτερος γραμματέας του σφραγιδοφύλακα του … Dictionary of Greek
Εσάτ εφέντης — (1790 – 1856). Τούρκος ιστορικός. Ήταν γνωστός και με την επωνυμία Σαχάφ Ζαδέ. Έγραψε πολλά ιστορικά συγγράμματα και πραγματοποίησε αξιόλογες ιστορικές έρευνες, οι οποίες δημοσιεύθηκαν κατά καιρούς σε διάφορες τουρκικές εφημερίδες. Από τα έργα… … Dictionary of Greek
εφένδης — και εφέντης, ο (Μ ἐφένδης) 1. τίτλος Τούρκων και Αιγυπτίων πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων 2. τίτλος τών Τούρκων, ιδίως, αυτοκρατορικών πριγκίπων 3. τιμητική προσωνυμία που χρησιμοποιείται από τους Τούρκους αντίστοιχη με το ελληνικό… … Dictionary of Greek
ρεΐζης — ο, Ν πρόεδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. reis «εφέντης, ανώτατος αξιωματούχος τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με διάφορες κατά εποχές αρμοδιότητες, ο οποίος τον 19ο αιώνα αναφέρεται ως υπεύθυνος για. τις εξωτερικές υποθέσεις»] … Dictionary of Greek
Πάλμερ, Έντουαρντ — (Palmer, 1840 – 1882). Άγγλος αρχαιολόγος και ανατολιστής. Διετέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Καντέρμπουρι, από το οποίο εστάλει πολλές φορές στην Ιερουσαλήμ για αρχαιολογικές μελέτες. Γνώστης πολλών γλωσσών και ιδιαίτερα της αραβικής,… … Dictionary of Greek
Ράμφος, Κωνσταντίνος — (1776 – 1871). Αγωνιστής του 1821, φιλικός και συγγραφέας. Καταγόταν από τη Χίο. Πήρε μέρος στον Αγώνα ως υπολοχαγός του τακτικού στρατού του Γάλλου συνταγματάρχη Βαλέστρα και πολέμησε στο Ναύπλιο (1821) και στον Ακροκόρινθο (1822). Μετά τον φόνο … Dictionary of Greek
Χαλέπα — Συνοικία στα Χανιά, άλλοτε προάστιο της πόλης. Είναι χτισμένη στα υψώματα που δεσπόζουν στον ισθμό που ενώνει την πεδιάδα των Χανίων με το Ακρωτήρι. Στη X. υπογράφτηκε τον Οκτώβριο του 1878 σύμβαση μεταξύ της τουρκικής κυβέρνησης και της… … Dictionary of Greek